- ψηστιέρα
- η1) духовка; 2) электроприбор для жарения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψηστιέρα — η, Ν οικιακή συσκευή για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. ιέρα (πρβλ. ζαχαρ ιέρα)] … Dictionary of Greek